Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
δωροληψία
- απόδοση: η με υλικά ανταλλάγματα πράξη ευνοϊκής ρύθμισης υποθέσεως του δωροδοκούντος
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ενέχεται ως εμπλεκόμενη σε υπόθεση δωροληψίας