Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
δυσδιάλυτος
- απόδοση: που δύσκολα διαλύεται σε υγρό
- αντίθετο: ευδιάλυτος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η ασπιρίνη είναι δυσδιάλυτη σε κρύο νερό προτιμότερο δε να διαλύεται σε ευρισκόμενο σε θερμοκρασία περιβάλλοντος