Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
δουλικός
- απόδοση: προκειμένου για άτομο που προσκολλάται σε κάποιο πρότυπο χωρίς αξιοπρέπεια & ελεύθερο φρόνημα
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
πρόκειται για εξαρτώμενο ψυχικά άτομο φερόμενο παγίως με δουλική συμπεριφορά
τον εκθειάζει κατά τρόπο δουλικό