Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
διαπληκτιζόμενος
- απόδοση: που έρχεται σε σύγκρουση με άλλο άτομο ανταλλάσσοντας ύβρεις ή κτυπήματα
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
οι διαπληκτιζόμενοι με τις φωνασκίες τους εστόλισαν αλλήλους με τα συνήθη επίθετα