Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
διάκριση
- απόδοση: η αναγνώριση ως κάτι το διαφορετικό ή η αναγνώριση αξίας / διαχωρισμός / η μεροληπτική στάση / η προτίμηση σε κάτι
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
διδάχθηκε γράμματα σε εξαίρετο σχολείο της εποχής υπήρξε δε αριστούχος που απεκόμισε πλήθος διακρίσεων