Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
δηλωμένος
- απόδοση: που έχει γνωστοποιηθεί ή ανακοινωθεί συνήθως με επισημότητα / ισχυριζόμενος κάτι για τον εαυτό του
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αποκρύπτει μη δηλωμένο εισόδημα
έχει δηλωμένες τις προθέσεις του επί του θέματος
πρόκειται για δηλωμένη ιερόδουλη > πόρνη