Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
βιασμός
- απόδοση: εξαναγκασμός σε συνουσία / βίαιη επέμβαση ή παραβίαση
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
βρεθήκαμε άπαντες εις την δυσάρεστη θέση να υποστούμε αισθητικό βιασμό εκ του απεριγράπτου θεάματος