Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ασέλγεια
- απόδοση: ικανοποίηση σεξουαλικών επιθυμιών ατόμου που δεν είναι ηθικά ή νομικά επιτρεπτές
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
κατηγορείται για λ εις βάρος ανηλίκου