Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αποστάτης
- απόδοση: που καταλήγει να αποσκιρτήσει από οργανωμένο σύνολο / ο αρνητής της χριστιανικής πίστης / που κρατά σε επιθυμητή απόσταση δύο ή περισσότερα αντικείμενα αναμεταξύ τους
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’