Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αποκηρύξας
- απόδοση: που δημόσια απαρνήθηκε ή αποδοκίμασε ιδέες ή πεποιθήσεις
- γένη: -ας -ασα -αν
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
εντάσσεται στους αποκηρύξαντες τη σοσιαλιστική ιδεολογία με προεξέχοντα τον προαναφερόμενο βουλευτή