Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
απαγορευμένος
- απόδοση: που εμποδίζεται να γίνει / που δεν επιτρέπεται
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
εντελώς απαγορευμένο φαγητό σύμφωνα με την ακολουθούμενη δίαιτα