Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αξιοπιστία
- απόδοση: η αποπνέουσα προς τρίτους εμπιστοσύνη
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η ανόρθωση της αξιοπιστίας του τον απασχολεί νυχθημερόν