Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ανηλεής
- απόδοση: που δεν δείχνει λύπηση / απάνθρωπος
- γένη: -ής -ής -ές
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
εδέχθη ανηλεή ξυλοδαρμό εν μέσω οδώ
λ βομβαρδισμός κατοικημένων περιοχών ισοπέδωσε ικανή έκταση