Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ανελέητος
- απόδοση: που δεν αποδίδει έλεος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
επιδόθηκε σε ανελέητη σφαγή του πληθυσμού
επιδόθηκε σε ανελέητη σφαγή του πληθυσμού