Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ανανήψας
- απόδοση: που επανέρχεται στον ορθό δρόμο & στην ορθή κρίση
- γένη: -ας -ασα -αν
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ο κλειδαράς που εξυπηρετηθήκαμε προ ημερών είναι λ διαρρήκτης κατά δήλωσή του