Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
άλαλος
- απόδοση: που απώλεσε τη λαλιά του εξ αιτίας ισχυρού συναισθήματος φόβου ή έκπληξης
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
παρουσίασε άλαλα χείλη μετά το σοκ που υπέστη