Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ακριβοθώρητος
- απόδοση: που δύσκολα & σπάνια μπορούμε να δούμε
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
υπήρξε γυναίκα με ακριβοθώρητη ομορφιά