Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αειθαλής
- απόδοση: που διατηρεί το φύλλωμα / ο ακμαίος / ο έχων νεανικότητα
- αντίθετο: φυλλοβόλος
- γένη: -ής -ής -ές
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
λ & ακμαίος με ζωντανό πνεύμα παρά το βαθύ γήρας
ο κήπος κοσμείται από συστοιχία ευθυτενών αειθαλών κατά τρόπο εντυπωσιακό