Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αδιαφορία
- απόδοση: έλλειψη ή απουσία ενδιαφέροντος
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
βέβαιον ό,τι τηρεί στάση διακριτικής αδιαφορίας προς το άτομό του