Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
υποψία
- απόδοση: ενοχοποιητική σκέψη στηριζόμενη σε ενδείξεις & όχι σε αποδείξεις / μία απλή σκέψη / το σε μικρή ποσότητα
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
οι υποψίες των διωκτικών αρχών στρέφονται εναντίον του
παίρνει το πρωινό του με υποψία καφέ στο γάλα του
πληθαίνουν οι υποψίες περί παραιτήσεώς του