Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
τεκμήριο
- απόδοση: στοιχείο επί του οποίου στηρίζεται γνώμη ή ισχυρισμός με τρόπο αναμφισβήτητο
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
έπεισε το ακροατήριο με ακαταμάχητα τεκμήρια
√ απόδοση: με αποδείξεις