Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
προτεινόμενος
- απόδοση: που υποδείχθηκε ως ο κατάλληλος για ένα σκοπό ή ως λύση σε ένα ζήτημα
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αδυνατεί να κατανοήσει τα προτεινόμενα μέτρα
αποτελεί την ιδανικότερη περίπτωση προϊσταμένου ο προτεινόμενος υπάλληλος
ενθουσιάσθηκε με το προτεινόμενο σχέδιο κατοικίας
εξέλαβε ως ταπεινή την προτεινόμενη αμοιβή
τον εντυπωσίασε η προτεινόμενη ιδέα