Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πρόταση
- απόδοση: γνώμη που διατυπώνεται ως δυνατή λύση σε πρόβλημα / κρίση συλλογισμού από τις οποίες προκύπτει συμπέρασμα / ζητώ σε γάμο
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
έθεσε λ εγγυοδότησης υπέρ των οικονομικώς αδυνάτων
η μείζονα αντιπολίτευση υπέβαλε λ μομφής κατά της κυβερνήσεως
κατέθεσε λ δυσπιστίας
της έκανε λ γάμου
τον κατηγορεί ότι την παρενοχλεί με ανήθικες προτάσεις
√ απόδοση: περί σεξουαλικών σχέσεων