Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
περισυλλογή
- απόδοση: η συγκέντρωση / η αφοσίωση στις σκέψεις / η κατάσταση επίμονης περίσκεψης
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
το τελευταίο διάστημα αποφεύγει την συντροφιά φίλων αισθανόμενος την ανάγκη περισυλλογής