Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
όφελος
- απόδοση: ωφέλεια / κέρδος από συναλλαγή ή δραστηριότητα
- αντίθετο: βλάβη
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
διερωτάται ποίο το οικονομικό λ της συμμετοχής του στο εταιρικό σχήμα
η αποχή από τις εξετάσεις δεν είναι προς λ των φοιτητών
ποίο το όφελος ;
√ απόδοση: σε τι ωφελεί ;
προέκυψε αμελητέο λ από την εν λόγω εμπορική συναλλαγή