Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
οραματιστής
- απόδοση: που δημιουργεί ένα εξιδανικευμένο στόχο στον οποίο επικεντρώνονται οι ενέργειες του
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ως κυριότερος λ της οικονομικής ανορθώσεως της χώρας του υπήρξε τυχερός διότι είδε να πραγματώνεται επί των ημερών του το εκπονηθέν σχέδιο