Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
μαξιμαλιστικός
- απόδοση: η επιδίωξη ή η προβολή στόχων & οραμάτων πέραν του εφικτού
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
επιμένει σε διεκδικήσεις > βλέψεις μαξιμαλιστικές