Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
λαθεμένος
- απόδοση: που υπέπεσε σε σφάλμα
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
είναι πέρα έως πέρα λαθεμένος συλλογισμός
πρόκειται για ολότελα λαθεμένη σκέψη
στήριξε τον συλλογισμό του σε λαθεμένα στοιχεία