Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κρίση
- απόδοση: διανοητική ικανότητα ορθής εκτιμήσεως προσώπων ή καταστάσεων / η ευνοϊκή ή όχι κριτική / δικαστική γνωμοδότηση / διαδικασία αξιολόγησης δημοσίων υπαλλήλων
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
βέβαιον ό,τι δεν διαθέτει λ ο φουκαράς
εντός των ημερών θα διενεργηθεί η ετήσια λ των αξιωματικών
έφθασε > ήγγικεν η ώρα της Κρίσεως
η λ επεκτάθηκε & σε άλλα επαγγέλματα πέραν των οικοδομικών
η παρατηρούμενη διόγκωση της κρίσεως αύξησε τους πεινώντες τους διψώντες καθώς & τους ελεημονούντες αυτών