Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ισοπεδωτικός
- απόδοση: ο απλοϊκά σκεπτόμενος που δεν λαμβάνει υπ΄ όψιν τυχόν διαφορές & ιδιαιτερότητες
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η καθημερινότητά του κυλάει δια μέσου πνευματικής άπνοιας επιλέγοντας πράξεις ισοπεδωτικής αντιπνευματικότητας