Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
θολερός
- απόδοση: που στερείται διαύγειας
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
καλείται να λάβει αποφάσεις με θολερή σκέψη
καλείται να λάβει αποφάσεις με θολερή σκέψη