Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
διαλεύκανση
- απόδοση: το να ανακαλύπτω στοιχεία που φωτίζουν συσκοτισμένη υπόθεση
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ασχολείται ένθερμα με τη λ της υποθέσεως
πρόκειται περί μυστηρίου που χαίρει διαλευκάνσεως
το ανακριτικό έργο δεν κατόρθωσε την λ του εγκλήματος