Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
απόφαση
- απόδοση: τελική επιλογή
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αποτελεί κέντρο λήψεως αποφάσεων εν τω παρασκηνίω
απόφαση…
λ αμετάκλητη > οριστική > τελεσίδικη
λ απότοκος των διεργασιών που προέκυψαν
η απόφαση…
λ αναρτήθηκε στον πίνακα ανακοινώσεων
λ ελήφθη με μυστική ψηφοφορία κεκλεισμένων των θυρών
λ που αναμένεται να παρθεί θα εξαρτηθεί κατά πολύ από την διασφάλιση συμφερόντων
λ προκάλεσε δικαστικό προηγούμενο
λ υπήρξε αθωωτική