Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κορεσμένος
- απόδοση: σε κατάσταση πλήρους ικανοποίησης
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
το φαγώσιμο είναι επαρκώς κορεσμένο σε αλάτι