Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κόλαφος
- απόδοση: χαστούκι / που προσβάλλει βαρύτατα θίγει ή εξευτελίζει
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η αποκάλυψη του σκανδάλου αποτέλεσε κόλαφο για τους κυβερνώντες