Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κλυδωνισμός
- απόδοση: αναστάτωση / ψυχική αναταραχή
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η δημοσιοποίηση των στοιχείων προκάλεσε ισχυρό κλυδωνισμό στο κυβερνών κόμμα με σωρεία απρόβλεπτων εξελίξεων