Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κλαυσίγελος
- απόδοση: κλάμα συνοδευόμενο από γέλιο προκαλούμενο από χαρά
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η όλη κατάσταση προκάλεσε απίστευτο κλαυσίγελο