Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
καταθορυβημένος
- απόδοση: που του έχουν προκαλέσει μεγάλη ανησυχία & σύγχυση
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
καταθορυβημένη η διεύθυνση της εισαγωγικής επιχείρησης από την μηδαμινή έως & μηδενική ανταπόκριση του καταναλωτικού κοινού στο νέο προϊόν δια του οποίου υπολόγιζε σε εισροή κερδών