Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
μύχιος
- απόδοση: ο εκ του βάθους της συνειδήσεως προερχόμενος
- γένη: -ος -α -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η σκέψη του εκπορεύεται από τα μύχια της ψυχής του
η απεξάρτηση του μονάκριβου παιδιού της από τα ναρκωτικά αποτελεί μύχιο πόθο της