Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
μίσος
- απόδοση: συναίσθημα εχθρότητας ακολουθούμενο από επιθυμία κακοτυχίας εις βάρος αυτού που στρέφεται / εντονότατη αντιπάθεια
- αντίθετο: αγάπη
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ρίζωσε το μίσος στην ψυχή τους & επιδόθηκαν σε βεντέτα επί σειρά ετών