Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
προδομένος
- απόδοση: που δεν βοηθήθηκε που δεν εξυπηρετήθηκε σε κάποια ανάγκη ή στις προσδοκίες του / που δεν δέχθηκε ανταπόκριση στις δεσμεύσεις & στις υποχρεώσεις άλλων έναντι αυτού
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
στάθηκε λ από τις ίδιες τις δυνάμεις του
υπέκυψε στις δυσκολίες λ από τους συνεργάτες του