Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πένθος
- απόδοση: η κατάσταση θλίψεως λόγω θανάτου προσφιλούς προσώπου / χρονικό διάστημα κατά το οποίο τηρείται συμπεριφορά δηλωτική πένθους
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
παρά το λ του διασκέδαζε μέχρι πρωίας σε τοπική πανήγυρη