Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
οίστρος
- απόδοση: συναισθηματική ευφορία που χαρακτηρίζεται από ενθουσιώδη δημιουργική διάθεση προς κάτι / ερωτικός παροξυσμός / διάθεση συνοδεύουσα την ωορρηξία των θηλυκών θηλαστικών
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
από ώρα τον κατάλαβε ποιητικός οίστρος
αποδίδει το τραγούδι με οίστρο
πληθωρικός ο συγγραφικός οίστρος που τον διακατέχει