Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
οικειότητα
- απόδοση: εξοικείωση
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
έχει μεγάλη οικειότητα με το χώρο των καλών τεχνών
συνομιλούσε μαζί του με τόνο που προϋποθέτει οικειότητα
χάριν οικειότητος λέγε με Ιωάννη