Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
συναισθηματικός
- απόδοση: που προκαλείται από κάποια συναισθήματα / που κυριαρχείται από συναισθήματα αγάπης & τρυφερότητας / που εκδηλώνει ευαισθησία
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
βρέθηκε σε κατάσταση συναισθηματικής φόρτισης
δεν έχει παρά συναισθηματική αξία
πράξεις που εκφράζουν απύθμενη συναισθηματική ανεπάρκεια
προέκυψε συναισθηματικός παράγοντας
πρόκειται για συναισθηματικό άτομο
υπέστη συναισθηματικό εκβιασμό