Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
συναίσθημα
- απόδοση: ψυχική κατάσταση ευχάριστη ή δυσάρεστη ως αποτέλεσμα αισθημάτων παραστάσεων ή σκέψεων
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ενεργεί δια της ψυχρής λογικής & όχι με συναίσθημα
στη ζωή στάθηκε ιδιαίτερα τυχερός σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη των συναισθημάτων
της εξέφρασε συναισθήματα αγάπης
τον αντιμετώπισε εκφράζοντας συναισθήματα χαιρεκακίας
ως τραγουδιστής διαθέτει άφθονο συναίσθημα