Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
στερούμενος
- απόδοση: που δεν απολαμβάνει επιθυμητές συνθήκες ή καταστάσεις διαβίωσης / ο μη προσφέρων επάρκεια δυνατοτήτων
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
δείχνει συνηθισμένος άνθρωπος λ ιδιαιτεροτήτων
διακατεχόμενος από εκνευρισμό ομιλεί λ άρθρωσης
εκφράζεται λ συναισθηματικού κόσμου
επιβιώνει λ νεφρού
πένεται ζει δε λ των πάντων
φέρεται απρεπώς λ λεπτότητος
ως μονήρης τύπος βιώνει την καθημερινότητα λ φίλων