Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ταλαιπωρία
- απόδοση: σωματική ή ψυχική κόπωση προερχόμενη από δυσκολίες
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
εξ αιτίας της χρόνιας ψυχικής ταλαιπωρίας που υπέστη απώλεσε κάθε εμπιστοσύνη προς το πρόσωπό του