Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
τέρψη
- απόδοση: ευχαρίστηση / ψυχαγωγία
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναμένεται εντός του μηνός η Φιλαρμονική του Βερολίνου προς τέρψιν του μουσικόφιλου κοινού