Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
νοτισμένος
- απόδοση: ο υγρός / που υγροποιήθηκε / που απορρόφησε υγρασία
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ιδιαίτερα νοτισμένο περιβάλλον από την βροχόπτωση η οποία εξελίχθηκε κατά τις νυκτερινές ώρες